Смотреть что такое "ρυμούλκιο(ν)" в других словарях:
ρυμούλκιο — και ρεμούλκιο, το, Ν σχοινί κατάλληλο για ρυμούλκηση πλοίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρυμουλκό / ρεμουλκό. Η λ., στον λόγιο τ. ρυμούλκιον, μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλ. Κανελλόπουλο] … Dictionary of Greek
ρεμούλκιο — το, Ν βλ. ρυμούλκιο … Dictionary of Greek